- προκαθοσιόομαι
- προκαθ-οσιόομαι, [voice] Pass.,A to be dedicated before, Hld.10.37;
τῇ τοῦ γενέσθαι ἀνάγκῃ J.AJ16.11.8
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῇ τοῦ γενέσθαι ἀνάγκῃ J.AJ16.11.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.